- συνανηβώ
- -άω, Αξαναγίνομαι νέος, ανηβώ* μαζί με άλλον («τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ», Θεμίστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνηβῶ «ξαναγίνομαι έφηβος, είμαι στην ακμή τής νιότης μου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.